- Αντιμετώπιση βρεφών με βρογχιολίτιδα
Η βρογχιολίτιδα αποτελεί συχνή και πολλές φορές απειλητική κατάσταση για τη ζωή των βρεφών. Ενώ ξεκινά ως απλό «κρυολόγημα», συχνά εξελίσσεται, με εμφάνιση συριγμού, σοβαρής αναπνευστικής δυσχέρειας και υποξίας. Η θεραπευτική αντιμετώπιση της βρογχιολίτιδας παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία, με πιο συχνή τη χορήγηση βρογχοδιασταλτικών, ακόμα και επί απουσίας σαφούς κλινικής ένδειξης που θα δικαιολογούσε τη χρήση τους.
Το 2011 δημοσιεύθηκε μεταανάλυση (Cochrane) (1), που εξέτασε δεδομένα από 19 μελέτες με συνολικό δείγμα 2000 βρεφών. Επειδή, από τη μεταανάλυση αυτή αποκλείσθηκαν μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σε μονάδες εντατικής θεραπείας και αφορούσαν βρέφη που χρειάσθηκαν διασωλήνωση, τα συμπεράσματα δεν μπορούν να εφαρμοσθούν σε βρέφη με σοβαρή νόσο ή με σοβαρά άλλα υποκείμενα νοσήματα. Οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η χορήγηση επινεφρίνης, πρώιμα στην πορεία της νόσου, ήταν πιο αποτελεσματική από άλλα θεραπευτικά σχήματα και κυρίως μείωσε την πιθανότητα ανάγκης εισαγωγής ενός βρέφους στο νοσοκομείο.
Αλλα σημαντικά αποτελέσματα από τη μεταανάλυση αυτή ήταν:
- Δεν υπήρξε ένδειξη αυξημένης αποτελεσματικότητας σε επαναλαμβανόμενες δόσεις επινεφρίνης ή συνδυασμού επινεφρίνης και δεξαμεθαζόνης.
- Η χορήγηση εισπνεόμενης επινεφρίνης ελάττωσε σημαντικά το χρόνο παραμονής στο νοσοκομείο σε σύγκριση με τη χορήγηση σαλβουταμόλης, όμως δεν υπήρξε σημαντική διαφορά στη διάρκεια νοσηλείας με τη χρήση επινεφρίνης σε σύγκριση με εικονικό φάρμακο (placebo) και
- Δεν υπήρξαν επαρκή δεδομένα που να επιτρέπουν συγκρίσεις των θεραπευτικών σχημάτων με βάση την ηλικία, τη βαρύτητα και το στάδιο της νόσου, τις συμπαρομαρτούσες καταστάσεις, το είδος του ιού και την παρουσία ή μη ατοπίας στο παιδί και την οικογένεια
Ανακεφαλαιώνοντας, η μελέτη αυτή επανατεκμηριώνει τη σημασία της εισπνεόμενης επινεφρίνης ως επείγουσα θεραπεία σε εξωτερική βάση, που μπορεί να μειώσει την ανάγκη νοσηλείας των βρεφών με βρογχιολίτιδα. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο η ρακεμική όσο και η levo(1)-επινεφρίνη, οι οποίες είναι ανώτερες από την εισπνεόμενη σαλβουταμόλη. Ο παιδίατρος δηλαδή μπορεί να χρησιμοποιήσει την επινεφρίνη ως θεραπεία πρώτης γραμμής κατά την επανεξέταση βρεφών με συριγμό και ανήσυχους γονείς οι οποίοι έχουν εξαντλήσει τα περιθώρια υποστηρικτικής αντιμετώπισης, προκειμένου να αποφευχθεί η εισαγωγή στο νοσοκομείο.
- 3. Νέες κατευθυντήριες οδηγίες για τη διαταραχή ελλειμματικής προσοχής-υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ)
Η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής (AAP) παρουσίασε την πρώτη ανανέωση των κατευθυντήριων οδηγιών για τη διαταραχή ελλειμματικής προσοχής-υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) μετά από 10 χρόνια (2). Οι προηγούμενες κατευθυντήριες οδηγίες είχαν θέσει διάφορα θέματα που αφορούσαν παιδιά ηλικίας 6-12 ετών, ενώ οι καινούργιες παρέχουν καθοδήγηση για την διάγνωση και τη θεραπεία από το γενικό παιδίατρο για ένα ευρύτερο φάσμα ηλικιών (4-18 ετών). Η πιο σημαντική εξέλιξη είναι η δυνατότητα χορήγησης μεθυλφαινιδάτης σε παιδιά προσχολικής ηλικίας σε περίπτωση αποτυχίας της συμπεριφορικής θεραπείας στο σπίτι ή στο σχολείο.
Σε ότι αφορά τους εφήβους, οι γιατροί θα πρέπει να λάβουν πληροφορίες από τουλάχιστον 2 καθηγητές των παιδιών. Οι φαρμακευτικοί παράγοντες μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πρώτη γραμμή θεραπείας κατόπιν όμως συγκατάθεσης του εφήβου και καλύτερα σε συνδυασμό με συμπεριφορική θεραπεία.
Άλλα σημεία κλειδιά από τις ανανεωμένες κατευθυντήριες οδηγίες είναι:
- Η ΔΕΠΥ θα πρέπει να θεωρείται μια χρόνια κατάσταση και η φροντίδα των παιδιών με ΔΕΠΥ θα πρέπει να ακολουθεί τις αρχές αντιμετώπισης των χρόνιων νοσημάτων
- Ιδανική για τα παιδιά σχολικής ηλικίας είναι η φαρμακοθεραπεία σε συνδυασμό με συμπεριφορική θεραπεία στο σπίτι ή στο σχολείο
- Από τη συμπεριφορική θεραπεία ωφελούνται και παιδιά με υπερκινητική ή παρορμητική συμπεριφορά που δεν πληρούν όλα τα διαγνωστικά κριτήρια της ΔΕΠΥ
Ανακεφαλαιώνοντας, με τις νέες κατευθυντήριες οδηγίες για τη ΔΕΠΥ καλύπτονται και οι ασθενείς προσχολικής ηλικίας, οπότε οι παιδίατροι θα μπορούν να αισθάνονται ασφαλείς να αντιμετωπίζουν την ομάδα αυτή. Η πρώτη γραμμή θεραπείας για τα παιδιά προσχολικής ηλικίας είναι η συμπεριφορική θεραπεία και εφόσον δεν υπάρχουν ικανοποιητικά αποτελέσματα, μπορεί να χορηγηθεί συμπληρωματικά μεθυλφαινιδάτη.
- 4. Εμπύρετη ουρολοίμωξη βρεφών
Μετά από 10 χρόνια, η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής (AAP) δημοσίευσε το 2011 ανανεωμένες κατευθυντήριες γραμμές για τη διάγνωση και αντιμετώπιση του πρώτου επεισοδίου εμπύρετης λοίμωξης ουροποιητικού σε βρέφη και μικρά νήπια (ηλικίες 2-24 μηνών) (3, 4). Το κύριο σημείο αλλαγής είναι ότι δεν απαιτείται αυτομάτως διενέργεια κυστεουρηθρογραφίας από το πρώτο επεισόδιο εμπύρετης ουρολοίμωξης και αναπτύχθηκε καινούριος διαγνωστικός και θεραπευτικός αλγόριθμος προς βοήθεια των παιδιάτρων. Eπίσης, από μία καινούρια μελέτη που δημοσιεύθηκε το Νοέμβριο του 2011 υποστηρίχθηκε ότι η επιλεκτική χρήση απεικονιστικών μεθόδων μετά από ένα επεισόδιο εμπύρετης ουρολοίμωξης δεν οδήγησε σε αυξημένη συχνότητα υποτροπών (5).
Τα υπόλοιπα κύρια σημεία των νέων κατευθυντήριων οδηγιών είναι τα εξής:
- Ένα βρέφος με πυρετό που θεωρείται χαμηλού κινδύνου για ουρολοίμωξη, μπορεί να παρακολουθηθεί μόνο κλινικά χωρίς περαιτέρω διαγνωστικό έλεγχο. Εάν θεωρείται υψηλού κινδύνου για νόσηση από ουρολοίμωξη, μπορεί να εκτιμηθεί αρχικά με γενική ούρων. Εάν στην αρχική γενική ούρων διαπιστωθεί αυξημένη λευκοκυτταρική εστεράση, παρουσία νιτρωδών και πυοσφαίρια ή βακτήρια κατά τη μικροσκοπική ανάλυση, θα πρέπει στη συνέχεια να δοθεί καλλιέργεια ούρων μετά από υπερηβική παρακέντηση ή καθετηριασμό της ουροδόχου κύστης
- Για τη διάγνωση της ουρολοίμωξης είναι απαραίτητη η παρουσία πυουρίας ή/και βακτηριουρίας και συγκέντρωση ουροπαθογόνου βακτηρίου τουλάχιστον 50.000 cfu/ml
- Το υπερηχογράφημα νεφρών-ουρητήρων-κύστεως θα πρέπει να διενεργείται για την ανίχνευση ανατομικών ανωμαλιών του ουροποιητικού συστήματος, ενώ η ουρηθροκυστεογραφία χρησιμεύει σε επιπεπλεγμένες περιπτώσεις, όπως επί υποψίας υδρονέφρωσης ή νεφρικών ουλών
- Από μετααναλύσεις τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων κλινικών μελετών, η χορήγηση χημειοπροφύλαξης μετά από το πρώτο επεισόδιο ουρολοίμωξης σε βρέφη με κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση ακόμη και 3ου-4ου βαθμού δεν φαίνεται να προστατεύει από τις υποτροπές.
- 5. Θεραπεία της πνευμονίας
Το 2011 για πρώτη φορά εκδόθηκαν κατευθυντήριες οδηγίες για την πνευμονία της κοινότητας σε βρέφη και παιδιά από την Εταιρεία Παιδιατρικών Λοιμώξεων και τη Λοιμωξιολογική Εταιρεία των ΗΠΑ (6)
Δεδομένης της κλινικής ποικιλομομορφίας και της πορείας της νόσου στα παιδιά, οι οδηγίες αυτές δίνουν έμφαση στις ενδείξεις εισαγωγής των ασθενών στο νοσοκομείο, τις απαιτούμενες διαγνωστικές ενέργειες και την αντιμικροβιακή αγωγή (θεραπευτικό σχήμα, διάρκεια θεραπείας, στρατηγικές μείωσης αντοχής) τόσο για τους νοσηλευόμενους όσο και τους εξωτερικούς ασθενείς. Εισαγωγή στο νοσοκομείο απαιτείται σε μέτρια έως σοβαρή πνευμονία της κοινότητας, η οποία καθορίζεται από υποξαιμία (SaO2<90%) και αναπνευστική δυσχέρεια και επί υποψίας νόσησης από εξαιρετικά λοιμογόνο βακτηριακό στέλεχος. Εργαστηριακός έλεγχος με γενική αίματος, δείκτες φλεγμονής και αιμοκαλλιέγειες δεν είναι απαραίτητος ως έλεγχος ρουτίνας σε μη τοξικούς, πλήρως εμβολιασμένους ασθενείς.
Τα κύρια σημεία των οδηγιών αυτών είναι τα εξής:
- Η απόφαση για εισαγωγή ή ακόμα και μεταφορά στη ΜΕΘ δεν πρέπει να βασίζεται μόνο στη βαρύτητα της νόσου
- Σε ασθενή που αναρρώνει καλά στα πλαίσια σωστής θεραπείας και παρακολούθησης, δεν θα πρέπει να καθυστερείται η έξοδός του από το νοσοκομείο λόγω εκκρεμούς αποτελέσματος αιμοκαλλιέργειας ή και θετικής αιμοκαλλιέργειας
- Σε παιδιά που πρόκειται να αντιμετωπισθούν ως εξωτερικοί ασθενείς λόγω καλής γενικής κατάστασης και σε αυτά που αναρρώνουν χωρίς επιπλοκές δεν χρειάζεται η διενέργεια ακτινογραφίας θώρακος για επιβεβαίωση της πνευμονίας
- Σε περίοδο έξαρσης της γρίππης, θα πρέπει να γίνεται έγκαιρη έναρξη αντιικής θεραπείας σε παιδιά με συμπτώματα και σημεία μέτριας ή σοβαρής πνευμονίας της κοινότητας
- Σε παιδιά προσχολικής ηλικίας δεν θα πρέπει να χορηγούνται ως ρουτίνα αντιβιοτικά καθώς η αιτιολογία της πνευμονίας σε αυτό το ηλικιακό φάσμα περιλαμβάνει κυρίως ιούς. Σε περίπτωση που χρησιμοποιηθούν αντιβιοτικά, ως πρώτη γραμμή θεραπείας σε υγιή, κατάλληλα εμβολιασμένα βρέφη και νήπια, προτιμάται η αμοξυκιλλίνη σε σχήμα διάρκειας 10 ημερών ή λιγότερο για ήπια νόσο
Οι οδηγίες αυτές δίνουν απλώς ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να κινηθεί ο παιδίατρος για να λάβει αποφάσεις, καθώς δεν κατέστη δυνατή η επαρκής βασισμένη σε ενδείξεις (evidence-based) τεκμηρίωση των προτάσεων αυτών. Eγείρουν επίσης και άλλους προβληματισμούς για συζήτηση, όπως για παράδειγμα την πιθανή αναγκαιότητα εξέτασης ψυχροσυγκολλητινών για Mycoplasma pneumoniae σε όλους τους εφήβους που νοσηλεύονται με πνευμονία, όπως επίσης και την θεραπεία με συνδυασμό β-λακτάμης και μακρολίδης σε παιδιά σχολικής ηλικίας με μέτριας βαρύτητας νόσο.
- 6. Διαταραχές αυτιστικού φάσματος
Στον τομέα της έρευνας των αυτιστικών διαταραχών στα παιδιά, το 2011 εκδόθηκε από το Κέντρο της βασισμένης σε Ενδείξεις Ιατρικής Πρακτικής του Πανεπιστημίου Vanderbilt των ΗΠΑ μια ανασκόπηση των θεραπειών που χρησιμοποιούνται, παράλληλα με άλλες τρεις συστηματικές ανασκοπήσεις για το ίδιο θέμα που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Pediatrics (7, 8, 9, 10). To τελικό συμπέρασμα από όλες τις μελέτες ήταν ότι παρά την έλλειψη ολοκληρωμένων δεδομένων, η πρώιμη παρέμβαση με συμπεριφορικές θεραπείες είναι πιο ελπιδοφόρα και ενέχει λιγότερους κινδύνους από τη φαρμακευτική αγωγή.
Ωστόσο, οι συμπεριφορικές θεραπείες είναι ακριβές και χρονοβόρες και ενώ υπάρχουν γενικές ενδείξεις καλής έκβασης, δεν μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα για τα αποτελέσματα επιμέρους θεραπειών. Το βέβαιο είναι ότι όσο νωρίτερα ξεκινά η παρέμβαση, τόσο πιο καλά αποτελέσματα αναμένονται. Η διάγνωση και η κατηγοριοποίηση των αυτιστικών διαταραχών είναι δύσκολη παρά το γεγονός ότι συγκεντρώνονται όλο και περισσότερα δεδομένα για τα πρώιμα συμπτώματα και σημεία των διαταραχών αυτών. Για το λόγο αυτό η μέση ηλικία διάγνωσης αυτιστικής διαταραχής είναι τα 3 έτη και κοντά στα 4 έτη για τη μη αλλιώς οριζόμενη διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή (11). Τα παιδιά με σύνδρομο Asperger’s συνήθως δεν διαγιγνώσκονται πριν την είσοδο στο σχολείο. Η φαρμακοθεραπεία μπορεί να αποβεί χρήσιμη για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων συμπτωμάτων, αλλά καθώς όλοι οι παράγοντες έχουν ανεπιθύμητες ενέργειες θα πρέπει να χορηγούνται από ιατρούς που αντιμετωπίζουν πολλά παιδιά με διαταραχές αυτιστικού φάσματος.
Επιπρόσθετα συμπεράσματα από τις μελέτες αυτές είναι:
- Τα άτυπα αντιψυχωσικά μπορεί να είναι χρήσιμα για θεραπεία αποκλινουσών συμπεριφορών, αλλά θα πρέπει να διαφυλάσσονται για ασθενείς με πολύ επιθετική συμπεριφορά προς τους άλλους ή τον εαυτό τους μέσω αυτοτραυματισμών
- Οι σύγχρονες διαγνωστικές κατευθυντήριες οδηγίες δεν επιτρέπουν διάγνωση Διαταραχής Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) σε έδαφος διαταραχής αυτιστικού φάσματος. Ωστόσο, αυτό μπορεί το επόμενο διάστημα να αλλάξει, καθώς σε μία μελέτη αναφέρθηκε ένδειξη καλής αποτελεσματικότητας μετά από χορήγηση μεθυλφαινιδάτης σε παιδιά με υπερκινητικότητα και αυτιστική διαταραχή
- Η χρήση εκλεκτικών αναστολέων επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs) δεν φαίνεται να έχει θέση στη θεραπεία επαναληπτικών συμπεριφορών στα πλαίσια διαταραχής αυτιστικού φάσματος, όπως επίσης δεν φαίνεται να έχει θέση και η χορήγηση σεκρετίνης
- Επίσης μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για να υποστηρίξουν γενικά ή ειδικά την αναγκαιότητα της εκπαίδευσης των γονέων στην αντιμετώπιση των διαταραχών αυτιστικού φάσματος
Εν κατακλείδι, παρά την σχετικά ελλιπή τεκμηρίωση, οι μελέτες αυτές καταδεικνύουν τη σημασία της έγκαιρης αναγνώρισης και παρέμβασης στα παιδιά με διαταραχές αυτιστικού φάσματος, ιδίως πριν την ηλικία των 5 ετών. Επιπρόσθετα μεγάλης σημασίας είναι η παραπομπή των παιδιών με οποιοδήποτε πρόβλημα λόγου σε ειδικούς αναπτυξιολόγους, έτσι ώστε να γίνει παρέμβαση για βελτίωση της επικοινωνίας με ειδικές τεχνικές.
- 7. Μήπως η τροφική αλλεργία υπερθεραπεύεται;
Την τελευταία δεκαετία φαίνεται να έχει αυξηθεί ο αριθμός των παιδιών με τροφική αλλεργία. Ωστόσο, στις αρχές του 2011 παρουσιάσθηκε μια ενδιαφέρουσα μελέτη που έθεσε τον προβληματισμό σχετικά με την αναγκαιότητα των τροφικών περιορισμών σε παιδιά με θετικές δερματικές δοκιμασίες νυγμών ή RAST tests για τροφικά αλλεργιογόνα (12). Η αναδρομική αυτή μελέτη περιελάμβανε 125 παιδιά ηλικίας 1 έως 9 ετών που βρίσκονταν σε δίαιτα περιορισμού λόγω αρχικά αυξημένης IgE ορού. Η πλειοψηφία των παιδιών αυτών (96%) παρουσίαζε ατοπική δερματίτιδα με το ήμισυ αυτών σε σοβαρή μορφή. Στη συνέχεια έγινε δοκιμασία πρόκλησης με τα τροφικά αλλεργιογόνα και σε 84 με 93% των παιδιών επανεισήχθησαν με επιτυχία οι περισσότερες τροφές, γεγονός που αποδεικνύει ότι θα μπορούσαν να αποφευχθούν οι περιοριστικές δίαιτες παρά τις θετικές αλλεργικές δοκιμασίες.
Άλλα σημεία κλειδιά της μελέτης ήταν:
- Πρέπει να αναφερθεί ότι από τη μελέτη αποκλείσθηκαν παιδιά με ιστορικό επεισοδίου αναφυλαξίας μετά από λήψη κάποιας συγκεκριμένης τροφής ή άλλου πειστικού ιστορικού τροφικής αντίδρασης τους τελευταίους 6-12 μήνες. Επίσης αποκλείσθηκαν τα παιδιά με τιμές ΙgE που υπερέβαιναν τα σημεία διαχωρισμού (cut-off points) της 95% θετικής προγνωστικής αξίας της IgE. Ωστόσο, 2 ασθενείς με RAST δοκιμασία για το γάλα αγελάδας μεγαλύτερη από αυτά τα cut-off points και ιστορικό ανοχής μικρών ποσοτήτων γάλακτος αγελάδας κατάφεραν να ανταπεξέλθουν επιτυχώς στη δοκιμασία πρόκλησης με γάλα αγελάδας
- Από το δείγμα των ασθενών της μελέτης φάνηκε ότι πολλά παιδιά είχαν τεθεί σε δίαιτα περιορισμού μόνο στη βάση των θετικών δοκιμασιών νυγμών χωρίς να έχουν λάβει ποτέ τη συγκεκριμένη τροφή ή την είχαν ανεχθεί καλώς όποτε την είχαν λάβει στο παρελθόν
- Όλα τα παιδιά που είχαν παρουσιάσει επεισόδιο τροφικής αντίδρασης, κατά τη διάρκεια της πρόκλησης παρουσίασαν συμπτώματα και σημεία αλλεργικής αντίδρασης εντός 2 ωρών
- Κανένα παιδί δεν παρουσίασε σημεία έξαρσης ατοπικής δερματίτιδας μετά από τη δοκιμασία πρόκλησης
- Ενώ τα παιδιά με μεγάλη αντίδραση στις δερματικές δοκιμασίες ή πολύ υψηλά επίπεδα IgE για τροφικά αλλεργιογόνα ήταν πιθανότερο να εμφανίσουν επεισόδιο αντίδρασης κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας πρόκλησης, η προβλεψιμότητα του επεισοδίου δεν ήταν σαφής καθώς επίσης δεν μπορούσε να προβλεφθεί και ο βαθμός σοβαρότητας του επεισοδίου
Συμπερασματικά, η μελέτη αυτή φαίνεται να επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η ερμηνεία των αποτελεσμάτων των δερματικών νυγμών και των RAST δοκιμασιών πρέπει να παραμένει στη διακριτική ευχέρεια των αλλεργιολόγων, καθώς οι δοκιμασίες αυτές από μόνες τους δεν είναι απαραίτητα διαγνωστικές αλλεργίας. Οι δοκιμασίες πρόκλησης είναι πάντα απαραίτητες για να αναδείξουν το κλινικό υπόβαθρο μιας τροφικής αλλεργίας και συνεπώς προβληματίζει το γεγονός του πόσα παιδιά τίθενται σε δίαιτες περιορισμού με δυσμενή ενδεχομένως επίδραση στη σωματική και νοητική τους ανάπτυξη στη βάση μεμονωμένων εργαστηριακών δεδομένων. Στο τέλος του 2010, ο Εθνικός Οργανισμός Αλλεργικών και Λοιμωδών Νοσημάτων των ΗΠΑ εξέδωσε κατευθυντήριες οδηγίες για διάγνωση και αντιμετώπιση των τροφικών αλλεργιών τονίζοντας το διαχωρισμό της τροφικής ευαισθητοποίησης από την τροφική αλλεργία. Για το λόγο αυτό ένας καλός γενικός παιδίατρος θα πρέπει προτού συστήσει μόνος του δίαιτα περιορισμού τροφών κατόπιν θετικών δερματικών δοκιμασιών νυγμών και RAST tests, να παραπέμψει το παιδί σε παιδοαλλεργιολόγο για ερμηνεία όλων των κλινικοεργαστηριακών δεδομένων και διενέργεια δοκιμασίας πρόκλησης.
- 8. Bαρηκοΐα βρεφών από CMV
Τα τελευταία χρόνια έχει αναγνωρισθεί ο κίνδυνος που προκύπτει από την υπο-διάγνωση συγγενούς λοίμωξης από κυτταρομεγαλοϊό (CMV). Ο CMV αποτελεί την κυριότερη αιτία συγγενούς λοίμωξης στον αναπτυγμένο κόσμο και προκαλεί το 15 με 20% της μέτριας έως σοβαρής νευροαισθητήριας βαρηκοΐας των βρεφών (13). Ακόμη και στις ημέρες μας, την εποχή του μαζικού προσυμπτωματικού ελέγχου (screening) της ακοής στα νεογέννητα, η συγγενής λοίμωξη CMV υποδιαγιγνώσκεται και υποθεραπεύεται καθώς άνω του 50% των προσβαλλόμενων βρεφών δεν ανιχνεύεται στο screening, σύμφωνα με μια μελέτη από την Αυστραλία της χρονιάς που πέρασε (14). Σύμφωνα με τους ερευνητές, μόνο το 8% των προσβληθέντων νεογνών έλαβε αντιϊκή θεραπεία, παρά το γεγονός ότι το 13.5% των προσβληθέντων νεογνών που ήταν ασυμπτωματικά στο screening ακοής ανέπτυξαν μόνιμες βλάβες στη συνέχεια. Για το λόγο αυτό συνέστησαν εγρήγορση κατά το νεογνικό έλεγχο.
Στο πώς αυτό μπορεί να επιτευχθεί, έδωσε απάντηση μια γαλλική μελέτη, η οποία εξέτασε το ενδεχόμενο εξέτασης PCR για CMV από σταγόνα ξηρού αίματος σε κάρτα Guthrie η οποία θα διενεργείται μαζί με το καθιερωμένο νεογνικό εθνικό screening για γενετικά και μεταβολικά νοσήματα (15, 16). Σε πληθυσμό νεογνών υψηλού κινδύνου, η εξέταση PCR παρουσίασε ευαισθησία 95-100% και ειδικότητα 98.1 με 99%. Ωστόσο, οι συγγραφείς επισήμαναν ότι η θετική προγνωστική αξία σε ποσοστό 94.1-96.9% που παρουσίασε η PCR εξέταση, δεν μπορεί να αναχθεί στο γενικό πληθυσμό των νεογέννητων στον οποίο η επίπτωση της συγγενούς CMV λοίμωξης είναι κατά πολύ χαμηλότερη. Ένα άλ