Οι διαταραχές ύπνου στην παιδική ηλικία έχουν λιγότερο μελετηθεί απ’ ότι εκείνες των ενηλίκων. Τα τελευταία χρόνια γίνεται μια προσπάθεια καταγραφής και ταξινόμησης.
Οι δυσκολίες στην μελέτη των προβλημάτων ύπνου στην παιδική ηλικία προέρχονται από το γεγονός ότι οι γονείς και συχνά οι ειδικοί, τις θεωρούν μεταβατικές που αργά ή γρήγορα θα ξεπεραστούν. Το ίδιο το παιδί δεν παραπονείται και δεν ζητάει βοήθεια και θα πρέπει να περιμένουμε την εφηβεία για να εκφραστούν τα υποκειμενικά ενοχλήματα.
Έχει αποδειχθεί ότι ορισμένες από τις διαταραχές είναι πράγματι μεταβατικά φαινόμενα, αντιδραστικά προς το περιβάλλον ή συνδεόμενα με συναισθηματικές ή αναπτυξιακές φάσεις του παιδιού. Η πρόγνωση σ’ αυτή την περίπτωση είναι καλή και συνήθως αρκεί η τροποποίηση ορισμένων περιβαντολογικών συνθηκών για να μειωθούν οι επιπτώσεις στη ζωή του παιδιού και της οικογένειας.
Άλλες διαταραχές όμως είναι σοβαρότερες γιατί μειώνουν σημαντικά την λειτουργικότητα του παιδιού και τείνουν να εγκατασταθούν και να το συνοδεύσουν μέχρι την ενήλικη ζωή.
Πρέπει να τονισθεί η σημασία της διεπιστημονικής προσέγγισης στην διάγνωση και την αντιμετώπιση των προβλημάτων ύπνου στα παιδιά. Παιδίατροι, πνευμονολόγοι, ωτορινολαρυγγολόγοι, οδοντίατροι, παιδονευρολόγοι, παιδοψυχίατροι, μπορούν να αντιμετωπίσουν μόνοι τους ή σε συνεργασία ή να παραπέμψουν σε ειδικευμένα κέντρα το παιδί με προβλήματα ύπνου.
Βρεφική ηλικία
Οι διαταραχές ύπνου στη βρεφική ηλικία είναι συνήθως καλής πρόγνωσης. Δεν πρέπει εντούτοις να παραγνωρίζονται, κυρίως για τον εκνευρισμό και τα προβλήματα που δημιουργούν στην οικογένεια.
Οι ανάγκες του νεογέννητου σε ύπνο είναι 17 ώρες την ημέρα. Τις πρώτες εβδομάδες οι φάσεις ύπνου – εγρήγορσης έχουν διάρκεια 3 – 4 ωρών και κατά συνέπεια είναι φυσιολογικό το μωρό να ξυπνά στη διάρκεια της νύχτας μέχρι το δεύτερο μήνα. Γύρω στον τέταρτο μήνα αρχίζει να οργανώνεται μια εναλλαγή ημερησίου και νυχτερινού ύπνου που επαφίεται στις συνθήκες ζωής να σταθεροποιηθεί. Στην ηλικία του ενός έτους, το παιδί έχει ανάγκη από 15 ώρες ύπνο και κοιμάται δύο φορές μέσα στην ημέρα.
Από μελέτη 200 φυσιολογικών παιδιών διαπιστώθηκε ότι την πρώτη περίοδο 4 ωρών μη διακοπτόμενου ύπνου την αποκτούν 70% σε ηλικία 3 μηνών, 15% σε ηλικία 6 μηνών και 10% σε ηλικία ενός έτους. Δεν υπάρχει διαφορά φύλου σε σχέση με την ηλικία ομαλοποίησης του ύπνου αλλά τα αγόρια ξυπνούν συχνότερα από τα κορίτσια. Ο αριθμός των νυχτερινών ξυπνημάτων δεν έχει σχέση με την διάρκεια του ημερησίου ύπνου, αν και η διάρκεια του νυχτερινού ύπνου μπορεί να είναι μειωμένη αν το βρέφος κοιμάται πολλές ώρες την ημέρα.
Γενικά είναι παραδεκτό ότι προσπάθειες ομαλοποίησης του ύπνου πρέπει να γίνουν ανάμεσα στον 4ο – 6ο μήνα της ζωής γιατί μετά γίνεται δυσκολότερο.
Η καταγραφή με βίντεο στο σπίτι και σε εργαστήρια ύπνου έδειξε ότι όλα τα βρέφη ξυπνάνε κατά τη διάρκεια της νύχτας, αλλά τα περισσότερα ξανακοιμούνται χωρίς να ενοχλήσουν τους γονείς τους.
Οι πραγματικές αϋπνίες κάνουν την εμφάνισή τους πολύ πρώιμα, ήδη από τις πρώτες μέρες της ζωής. Οι περίοδοι ύπνου είναι πολύ σύντομες και διακόπτονται από κλάματα που δύσκολα σταματούν, μια κατάσταση που πολύ γρήγορα αλλάζει τη ζωή της οικογένειας. Οι γονείς είναι υποχρεωμένοι να διακόψουν τον δικό τους ύπνο και να αφιερώσουν πολύ χρόνο προσπαθώντας να κάνουν το παιδί να ξανακοιμηθεί. Το επόμενο πρωί τους βρίσκει κουρασμένους, εκνευρισμένους, με κακή απόδοση στην εργασία τους και με υπερβολικό άγχος.
Η αϋπνία του βρέφους μπορεί να οφείλεται σε ιδιοσυγκρασιακούς παράγοντες ή οργανικά αίτια π.χ. βρέφη που γεννήθηκαν πρόωρα παρουσιάζουν συχνότερα διαταραχές ύπνου. Άλλοτε όμως αντανακλά τη δυσκολία της σχέσης με τη μητέρα. Αϋπνίες παρατηρούνται σε περιόδους επιστροφής της μητέρας στην εργασία ή σε κάποιο άλλο αποχωρισμό. Μπορεί επίσης να προέρχονται από υπερφόρτωση ερεθισμάτων που εμποδίζουν το βρέφος να χαλαρώσει και να κοιμηθεί.
Από τον δεύτερο χρόνο, η σημασία της αϋπνίας αλλάζει καθώς παρεμβαίνει το άγχος του αποχωρισμού: το «να πάει να κοιμηθεί» σημαίνει για το παιδί να μείνει μόνο του, να αποχωριστεί τη μητέρα του και να μείνει στο σκοτάδι με μόνη συντροφιά τις φαντασιώσεις του. Έτσι, για να αφεθεί στον ύπνο έχει ανάγκη να περιτριγυρίζεται από αγαπημένα αντικείμενα (κουκλάκια, ζωάκια), να βυζαίνει το δάχτυλό του, να επαναλαμβάνει τις ίδιες κινήσεις και τελετουργίες που το απαλλάσσουν από το άγχος.
Προσχολική ηλικία
Οι αϋπνίες της προσχολικής ηλικίας παρουσιάζονται σαν συνέχεια των διαταραχών ύπνου της βρεφικής ζωής. Το νήπιο ξυπνάει στη μέση της νύχτας, δυσκολεύεται να ξανακοιμηθεί και συνήθως καταφεύγει στο κρεβάτι των γονιών του. Μελέτες έχουν δείξει ότι τα μισά από τα νήπια 3 ετών που ξυπνούσαν τη νύχτα είχαν τα ίδια προβλήματα από τη γέννησή τους. Αναπτυξιακά, το ξύπνημα τη νύχτα προηγείται της δυσκολίας του νηπίου να αποκοιμηθεί, που επίσης προηγείται της δυσκολίας του να πάει μόνο του στο κρεβάτι.
Οι γονείς που ανέφεραν προβλήματα ύπνου των παιδιών τους προσχολικής ηλικίας αντιμετώπιζαν και οι ίδιοι δυσκολίες από τότε που έγιναν γονείς. Παρουσίαζαν νυχτερινά ξυπνήματα, πρώιμες εγέρσεις και δεν ήταν ξεκούραστοι την επόμενη μέρα .
Νυχτερινοί τρόμοι παρατηρούνται σε 3% παιδιών ηλικίας 18 μηνών έως 6 ετών. Το παιδί χωρίς να ξυπνήσει ανασηκώνεται στο κάθισμά του και κοιτάζει έντρομο χωρίς πραγματικά να βλέπει. Παρουσιάζει ταχύπνοια, ταχυκαρδία, ιδρώτα και φωνές πανικού. Έχει δυσκολία να ξυπνήσει και αν καταφέρουμε να το ξυπνήσουμε κλαίει απαρηγόρητα, είναι σε σύγχυση και έχει δυσκολίες προσανατολισμού. Το επόμενο πρωί υπάρχει πλήρης αμνησία του επεισοδίου. Οι νυχτερινοί τρόμοι στα παιδιά δεν συνδέονται με την ύπαρξη αξιόλογης ψυχοπαθολογίας . Συνήθως βελτιώνονται και εξαφανίζονται με την ηλικία.
Οι εφιάλτες παρουσιάζονται αρκετά συχνά 10-50% σε παιδιά ηλικίας 3 – 6 ετών. Το παιδί ξυπνάει φοβισμένο από τον ύπνο και διηγείται ένα άσχημο όνειρο. Όταν διηγείται τον εφιάλτη είναι τελείως ξύπνιο και καλά προσανατολισμένο. Το επόμενο πρωί επίσης μπορεί να διηγηθεί το άσχημο όνειρο που είδε. Οι εφιάλτες συνδυάζονται με αγχώδη όνειρα και stress. Οι τραυματικές εμπειρίες επίσης αυξάνουν τη συχνότητα και την ένταση των εφιαλτών. Ο υψηλός πυρετός μπορεί να προκαλέσει εφιάλτες. Οι εφιάλτες εύκολα διαφοροποιούνται από τους νυχτερινούς τρόμους. Το παιδί μπορεί να διηγηθεί τον εφιάλτη και δεν έχει αμνησία του γεγονότος το επόμενο πρωί. Στους νυχτερινούς τρόμους το παιδί παραμένει κοιμισμένο, δεν υπάρχει αναπαράσταση του περιεχομένου και το γεγονός καλύπτεται από αμνησία .
Στη προσχολική ηλικία μπορεί να ξεκινήσει και η υπνοβασία.
Στο επεισόδιο υπνοβασίας το παιδί κάθεται ή περπατάει από 5 sec έως 30 min. Όταν περπατάει το κάνει χωρίς σκοπό, έχει κακό συντονισμό των κινήσεων και δεν έχει προσανατολισμό. Κινδυνεύει να χτυπήσει αν συναντήσει εμπόδια και είναι δύσκολο να ξυπνήσει. Το επόμενο πρωί έχει αμνησία του επεισοδίου. Τα επεισόδια υπνοβασίας είναι δύσκολο να προβλεφθούν. Συμβαίνουν παροδικά και σχετίζονται με υπερβολική κούραση και stress.
Επεισόδια υπνοβασίας επέρχονται 60 – 120 min μετά την έλευση του ύπνου,. 15% των παιδιών 4 – 12 ετών παρουσιάζουν 1 επεισόδιο υπνοβασίας την εβδομάδα και 6% 1 – 4 επεισόδια την εβδομάδα. Η συχνότητα ελαττώνεται κατά πολύ στην εφηβεία
Για να προφυλάξουμε το παιδί το δωμάτιο πρέπει να είναι αρκετά ασφαλές και χωρίς αντικείμενα που να μπορούν να το τραυματίσουν. Τα παράθυρα του σπιτιού πρέπει να είναι κλειστά και οι πόρτες κλειδωμένες. Η απότομη διακοπή των υπνοβατικών επεισοδίων πρέπει να αποφεύγονται γιατί προκαλεί αύξηση της συγχυτικής κατάστασης που βρίσκεται το παιδί.
Στο πέρασμα από τον ύπνο στην εγρήγορση συχνά παρατηρούνται παραμιλητό, μυϊκές κράμπες, τινάγματα, ρυθμικές κινήσεις του σώματος ή του κεφαλιού που αποτελούν παραλλαγές της φυσιολογικής συμπεριφοράς και όχι ενδείξεις ψυχοπαθολογίας.
Σχολική ηλικία
Η δυσκολία να πάνε για ύπνο αποτελεί το συχνότερο συναντώμενο πρόβλημα (27%) παιδιών ηλικίας 5 – 12 ετών. Ακολουθούν η καθυστέρηση έλευσης του ύπνου (11,3%) και έγερση κατά τη διάρκεια της νύχτας (6,5%). Προβλήματα πρωινής έγερσης και παράπονα κούρασης παρουσιάζουν 17% των παιδιών. Μεταξύ των παιδιών που είχαν προβλήματα καθυστέρησης έλευσης ύπνου 80% παρουσίαζαν και αντίσταση να πάνε στο κρεβάτι. Ενώ τα προβλήματα έλευσης ύπνου συνδέονται με φόβους, η αντίσταση να πάει το παιδί στο κρεβάτι συνδέεται με ακανόνιστο ωράριο ύπνου, την μη ύπαρξη συγκεκριμένων κανόνων και την δυνατότητα του παιδιού να κοιμάται αλλού εκτός από το κρεβάτι του. Αυτά τα παιδιά ξυπνούν αργότερα το πρωί και παραπονιούνται ότι είναι κουρασμένα. Αποδεικνύεται η σημασία των ορίων και των κανόνων για την υγιεινή του ύπνου σ’ αυτή την ηλικία.
Στη σχολική ηλικία έχει την έναρξή του το σύνδρομο άπνοιας του ύπνου.
Η άπνοια του ύπνου ορίζεται σαν διακοπή της αναπνοής κατά τη διάρκεια του ύπνου που υπερβαίνει τα 10 sec. Κατά μέσο όρο οι άπνοιες διαρκούν 30 – 40 sec ως 3 min. Η συχνότερα παρατηρούμενη άπνοια είναι λόγω εμποδίου της αναπνοής και οφείλεται σε διογκωμένες αμυγδαλές ή αδενοειδείς εκβλαστήσεις και σπανιότερα σε υπερβολική παχυσαρκία ή υποθυρεοειδισμό. Κάθε άπνοια συνοδεύεται από ένα σύντομο ξύπνημα με σκοπό να επανεγκατασταθεί ικανοποιητικός αερισμός και οξυγόνωση. Αυτά τα μικρο-ξυπνήματα μπορεί να συμβούν μέχρι 200 – 300 φορές σε μια νύχτα. Ο ύπνος με αυτό τον τρόπο γίνεται ανήσυχος και ανεπαρκής. Την επόμενη ημέρα το παιδί παραπονείται για κούραση και παρουσιάζει δυσκολίες στη συγκέντρωση προσοχής. Η κακή σχολική επίδοση και τα προβλήματα συμπεριφοράς μπορεί να συνδέονται με το σύνδρομο άπνοιας του ύπνου.
Ο τριγμός των δοντιών οφείλεται σε στερεοτυπικές κινήσεις της γνάθου που προκαλούν σφίξιμο και τρίξιμο των δοντιών. Συμβαίνει σε 50% των φυσιολογικών βρεφών την περίοδο της οδοντοφυΐας. Βραχυχρόνια επεισόδια μπορούν επίσης να παρουσιαστούν στα νήπια. Θεωρείται παθολογικό όταν εμφανίζεται μετά τα δέκα έτη. Έντονοι και δυσάρεστοι ήχοι τη νύχτα προκαλούν πρόβλημα στην οικογένεια. Συχνά δημιουργούνται οδοντιατρικά προβλήματα και οι οδοντίατροι είναι οι πρώτοι που καλούνται να παρέμβουν. Οι αιτιολογικοί παράγοντες περιλαμβάνουν την μη σωστή εμφύτευση των δοντιών, νευρολογικές διαταραχές, ψυχολογικό stress και συναισθηματική ένταση
Οι συνήθεις αϋπνίες της σχολικής ηλικίας αντιμετωπίζονται με συμβουλευτική γονέων με σκοπό τη βελτίωση της υγιεινής του ύπνου. Το τακτικό πρόγραμμα ωραρίων ύπνου – έγερσης, ο περιορισμός του παιδιού να κοιμάται μόνο στο κρεβάτι του, η προσοχή στις αλλαγές του περιβάλλοντος (μείωση των θορύβων, σταθερή θερμοκρασία), η αποφυγή διεγερτικών ουσιών (σοκολάτα, κόκα-κόλα), βοηθούν στην αποκατάσταση των διαταραχών ύπνου .
Στο σύνδρομο άπνοιας του ύπνου λόγω εμποδίου της αναπνοής η θεραπεία είναι χειρουργική. Η επέμβαση συνίσταται στην αφαίρεση των αδενοειδών εκβλαστήσεων ή των αμυγδαλών ενώ σε βαρύτερες περιπτώσεις προτείνονται άλλες επεμβάσεις κυρίως πλαστικής χειρουργικής.
Εφηβεία
Από νευροφυσιολογική άποψη η οργάνωση του ύπνου στην εφηβεία ολοκληρώνεται και ταυτίζεται με εκείνη του ενήλικα. Η συνολική διάρκεια του ύπνου ελαττώνεται για να φθάσει το 8ωρο στην ηλικία των 16 ετών.
Ενώ οι διαταραχές ύπνου, όπως προκύπτει από επιδημιολογικές μελέτες, είναι συχνές στην εφηβεία, σπάνια οι έφηβοι ζητάνε βοήθεια γι’ αυτές.
Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι οι μισοί περίπου μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αναφέρουν προβλήματα ύπνου, τα οποία είναι πιο σοβαρά για τα κορίτσια απ’ ότι για τα αγόρια. Όσον αφορά τη σχολική επιτυχία και τη σχέση της με τα προβλήματα ύπνου το αποτέλεσμα μιας μεγάλης μελέτης με δείγμα 3.000 μαθητών έδειξε ότι οι χειρότεροι μαθητές κοιμούνται λιγότερο απ’ ότι οι καλύτεροι.
Σ’ αυτή την περίοδο της ζωής, οι ανάγκες ύπνου έρχονται σε αντίθεση με τις εκπαιδευτικές απαιτήσεις και την αυξημένη δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να διακόπτεται η κανονικότητα ύπνου – εγρήγορσης και να ελαττώνεται ο συνολικός χρόνος ύπνου.
Ο τρόπος ζωής των εφήβων τους προσανατολίζει σε ξενύχτια είτε λόγω διαβάσματος είτε λόγω διασκέδασης, έτσι ώστε να παρουσιάζουν καθυστέρηση στην επέλευση του ύπνου και καθυστέρηση του πρωινού ξυπνήματος. Παρατηρούνται επίσης αϋπνίες δευτερογενείς στη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών, αλκοόλ ή καπνού, συχνών σ’ αυτή την ηλικία.
Σημαντική για την θεραπευτική αντιμετώπιση των διαταραχών του ύπνου στην εφηβεία είναι η πρόληψη και η καλή υγιεινή του ύπνου. Η ψυχοσυναισθηματική ισορροπία του εφήβου και η ισορροπία των διαπροσωπικών σχέσεων είναι στοιχεία απαραίτητα για την ομαλή λειτουργία του ύπνου.
ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑΤΡΟΥΣ – ΓΟΝΕΙΣ
Οι διαταραχές ύπνου στην παιδική ηλικία έχουν λιγότερο μελετηθεί απ’ ότι εκείνες των ενηλίκων. Τα τελευταία χρόνια γίνεται μια προσπάθεια καταγραφής και ταξινόμησης…