U.S. Pharmacist, 2010-10-01
Εισαγωγή
Εκτιμάται ότι ένα δισεκατομμύριο ατόμων παγκοσμίως παρουσιάζει ανεπάρκεια βιταμίνης D. Αυτό οφείλεται κυρίως στην περιορισμένη έκθεση στον ήλιο λόγω κλιματικών συνθηκών, στον τρόπο ζωής και στο φόβο για τον καρκίνο του δέρματος. Πολλοί ειδικοί θεωρούν ότι οι ελάχιστες ποσότητες βιταμίνης D που πρέπει να λαμβάνονται με τη διατροφή προκειμένου να αποφευχθεί η οστεοπόρωση και η ραχίτιδα, όπως είχαν καθοριστεί το 1997, είναι μικρές. Οι τιμές αυτές ήταν 200IU για τα βρέφη, παιδιά και ενήλικες έως 50 ετών, έγκυες και θηλάζουσες, 400IU για ενήλικες 50-70 ετών και 600IU για ενήλικες μεγαλύτερους των 70 ετών. Νεότερες μελέτες υποστηρίζουν ότι μπορεί να χρειαζόμαστε μεγαλύτερη ποσότητα βιταμίνης D από τη συνιστώμενη, για την πρόληψη χρόνιων νοσημάτων. Ο ρόλος της βιταμίνης D στην προστασία έναντι του καρκίνου, των καρδιαγγειακών νοσημάτων, των καταγμάτων , των αυτοάνοσων νοσημάτων, της κοινής γρίπης, του διαβήτη τύπου ΙΙ και της κατάθλιψης, έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών ερευνών.
Φαρμακολογία
Η βιταμίνη D είναι μία λιποδιαλυτή βιταμίνη που δρα ως στεροειδής ορμόνη. Η σύνθεση της γίνεται από τη χοληστερόλη μέσω μίας διαδικασίας που ενεργοποιείται από τη δράση της υπεριώδους ηλιακής ακτινοβολίας (UVB).(πίνακας)
Παράγοντες όπως το χρώμα του δέρματος, η ηλικία, ο χρόνος και ο βαθμός έκθεσης στην ηλιακή ακτινοβολία, καθώς και η γεωγραφική θέση του τόπου διαμονής ,επηρεάζουν την ποσότητα της βιταμίνης D που συνθέτει ο οργανισμός μας. Η βιταμίνη D επηρεάζει τα οστά, το μυικό σύστημα, το πεπτικό, το ανοσοποιητικό, το καρδιαγγειακό σύστημα, το πάγκρεας, τους μύες, τον εγκέφαλο και ελέγχει τον κυτταρικό κύκλο. Η κύρια λειτουργία της είναι η διατήρηση φυσιολογικών συγκεντρώσεων ασβεστίου και φωσφόρου στο αίμα, έτσι ώστε να διατηρούνται υγιή τα οστά.
Έλλειψη βιταμίνης D, συγκέντρωση της στο αίμα και τοξικότητα
Παράγοντες κινδύνου για έλλειψη βιταμίνης D είναι η διαβίωση σε βόρειες χώρες, η αδυναμία έκθεσης στον ήλιο για τουλάχιστον 15 λεπτά την ημέρα, η σκουρόχρωη επιδερμίδα, η μεγάλη ηλικία καθώς και η παχυσαρκία.
Η ραχίτιδα και η οστεομαλάκυνση αποτελούν νοσήματα που οφείλονται σε σοβαρή ανεπάρκεια της βιταμίνης D. Μυοσκελετικοί πόνοι και περιοδοντική νόσος μπορεί να υποδηλώνουν επίσης σοβαρή έλλεψη βιταμίνης D. Συμπτώματα ηπιότερης ανεπάρκειας περιλαμβάνουν απώλεια της όρεξης, διάρροια, αυπνία, διαταραχές της όρασης και αίσθημα καύσου στο στόμα και το λαιμό. Ο προσδιορισμός της συγκέντρωσης της καλσιδιόλης στο αίμα αποτελεί την κλασική μέθοδο εκτίμησης της επάρκειας της βιταμίνης D επειδή έχει μακρότερο χρόνο ημίσειας ζωής.
Οι φυσιολογικές τιμές της βιταμίνης D κυμαίνονται από 30-74ng/ml αλλά οι τιμές αναφοράς μπορεί να διαφέρουν από εργαστήριο σε εργαστήριο. Οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν ότι συγκεντρώσεις μεταξύ 30-45ng/ml είναι ικανοποιητικές. Κάποιοι άλλοι προτείνουν ότι η ιδανική συγκέντρωση για την πρόληψη του καρκίνου και των καρδιαγγειακών νοσημάτων είναι μεταξύ 50 και 70ng/ml και έως 100ng/ml. Ανεπιθύμητες ενέργειες και τοξικότητα μπορεί να εμφανιστούν όταν η συγκεντρώσεις στο αίμα φτάσουν τα επίπεδα των 88ng/ml ή και περισσότερο. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν ναυτία, εμέτους, δυσκοιλιότητα, κεφαλαλγία, αυπνία και αδυναμία. Η υπερδοσολογία βιταμίνης D μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των επιπέδων ασβεστίου στο αίμα και η οξεία τοξικότητα προκαλεί υπερασβεστιαιμία και υπερασβεστιουρία.
Πρόληψη νοσημάτων
- Καρκίνος
Η βιταμίνη D περιορίζει τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό και αυξάνει την κυτταρική διαφοροποίηση, σταματά την ανάπτυξη νέων αγγείων και έχει σημαντικά αντιφλεγμονώδη αποτελέσματα. Πολλές μελέτες υποστηρίζουν ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D και τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου. Ισχυρότερες ενδείξεις υπάρχουν για τον καρκίνο του παχέος εντέρου.
- Καρδιαγγειακή νόσος
Υπάρχουν μελέτες που υποστηρίζουν την προστατευτική δράση της βιταμίνης D στην καρδιά. Αυτή θα μπορούσε να γίνεται μέσω του συστήματος ρενίνης αγγειοτενσίνης, μέσω καταστολής της φλεγμονής ή άμεσα από τη δράση της στα κύτταρα της καρδιάς και των αγγείων.
- Κατάγματα και κακώσεις
Η βιταμίνη D βοηθά την απορρόφηση ασβεστίου από τον οργανισμό και παίζει σημαντικό ρόλο στην υγεία των οστών. Επίσης, υποδοχείς της βιταμίνης D βρίσκονται στις μυικές ίνες που ανταποκρίνονται πρώτες σε περίπτωση πτώσης. Υπάρχει η θεωρεία ότι η βιταμίνη D οδηγεί σε αύξηση της μυικής ισχύος, περιορίζοντας έτσι τις πτώσεις. Υπάρχουν πολλές μελέτες που έχουν δείξει την ύπαρξη θετικής συσχέτισης ανάμεσα στα χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης D και τον αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων και πτώσεων σε ηλικιωμένους.
- Αυτοάνοσα νοσήματα και εποχική γρίπη
Επειδή η βιταμίνη D παίζει ρόλο στη ρύθμιση του ανοσοποιητικού συστήματος και έχει ισχυρή αντιφλεγμονώδη δράση, έχει υποτεθεί ότι η έλλεψη της θα μπορούσε να οδηγήσει σε ευκολότερη ανάπτυξη αυτοάνοσων νοσήμάτων όπως η πολλαπή σκλήρυνση, ο διαβήτης τύπου Ι, η ρευματοειδής αρθρίτιδα και η αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα. Επιστήμονες υποστηρίζουν ότι η έλλεψη της βιταμίνης D κατά τη διάρκεια του χειμώνα μπορεί να συμμετέχει στην έξαρση της γρίπης του χειμερινούς μήνες.
- Διαβήτης τύπου ΙΙ και κατάθλιψη
Υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι η βιταμίνη D μπορεί να περιορίσει τον κινδυνο για διαβήτη τύπου ΙΙ. Λίγες μελέτες έχουν διερευνήσει το ρόλο της βιταμίνης D στην κατάθλιψη.
Δοσολογία
Ορισμένες μόνο τροφές αποτελούν καλή πηγή βιταμίνης D. Αυτές περιλαμβάνουν τα εμπλουτισμένα σε βιταμίνη D γαλακτοκομικά προϊόντα και δημητριακά, τα λιπαρά ψάρια, το μοσχαρίσιο συκώτι και ο κρόκος του αυγού. Εκτός από την αύξηση της έκθεσης στον ήλιο, ο καλύτερος τρόπος πρόσληψης βιταμίνης D είναι μέσω συμπληρωμάτων.
Τα κλασικά πολυβιταμινούχα σκευάσματα περιέχουν περίπου 400IU βιταμίνης D, αλλά υπάρχουν και κάποια που περιέχουν 800-1000IU. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία σκευασμάτων βιταμίνης D που μπορεί να είναι σε κάψουλες, μασώμενα δισκία, υγρή μορφή και σταγόνες. Το μουρουνέλαιο αποτελεί καλή πηγή βιταμίνης D, αλλά σε μεγάλες δόσεις υπάρχει κίνδυνος τοξικότητας από βιταμίνη Α.
Οι δύο μορφές της βιταμίνης D που χρησιμοποιούνται στα συμπληρώματα είναι η βιταμίνη D2 (εργοκαλσιφερόλη) και η βιταμίνη D3 (χοληκαλσιφερόλη). Η βιταμίνη D3 είναι η προτιμότερη μορφή γιατί χημικά είναι παρόμοια με τη μορφή της βιταμίνης D που συντίθεται στον οργανισμό και είναι περισσότερο αποτελεσματική από τη βιταμίνη D2 στην αύξηση των συγκεντρώσεων της βιταμίνης D. Επειδή η βιταμίνη D είναι λιποδιαλυτή πρέπει να λαμβάνεται με γεύμα που περιέχει λιπαρά. Οι 100IU βιταμίνης D/ημέρα μπορεί να αυξήσουν τη συγκέντρωση της στο αίμα κατά 1ng/ml μετά από 2-3 μήνες. Όταν η επιθυμητή συγκέντρωση επιτευχθεί, οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να τη διατηρήσουν με 800-1000IU/ημέρα. Αν και ημερήσιες δόσεις έως 10.000IU δεν προκαλούν τοξικότητα, γενικά δε συνιστάται η λήψη μεγαλύτερης ποσότητας των 2.000IU/ ημέρα ως συμπλήρωμα χωρίς ιατρικές οδηγίες. Άτομα που βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο για ανεπάρκεια βιταμίνης D πρέπει αρχικά να υποβάλλονται σε εργαστηριακό έλεγχο. Μπορε ί να απαιτηθούν έως και 3.000-4.000IU για τη διατήρηση ικανοποιητική συγκέντωσης.
Δοσολογία | Αναμενόνη αύξηση στη συγκέντωση στο αίμα |
100IU | 1ng/ml |
200IU | 2ng/ml |
400IU | 4ng/ml |
800IU | 8ng/ml |
1000IU | 10ng/ml |
2000IU | 20ng/ml |
Αλληλεπιδράσεις με φάρμακα
Τα συμπληρώματα βιταμίνης D αλληλεπιδρούν με διάφορες φαρμακευτικές ουσίες. Τα κορτικοστεροειδή περιορίζουν την απορρόφηση ασβεστίου με αποτέλεσμα τη διαταραχή του μεταβολισμού της βιταμίνης D. Αφού η βιταμίνη D είναι λιποδιαλυτή η χολεστυραμίνη μπορεί να περιορίσει την απορρόφηση της και πρέπει να λαμβάνεται αρκετές ώρες μακριά από αυτή.
Η φαινοβαρβιτάλη και η φαινυτοΐνη αυξάνουν τον ηπατικό μεταβολισμό της βιταμίνης D σε αδρανή προϊόντα και περιορίζουν την απορρόφηση του ασβεστίου που με τη σειρά του περιορίζει το μεταβολισμό της βιταμίνης D.
Αντικείμενο μελλοντικών μελετών
Αν και υπάρχουν σημαντικές μελέτες που υποστηρίζουν την αξία της βιταμίνης D και σε άλλα νοσήματα πέρα από την υγεία των οστών, απαιτείται και άλλη έρευνα πριν να εξαχθούν γενικά συμπεράσματα για το ρόλο αυτής της βιταμίνης στην πρόληψη χρονίων νοσημάτων.
Συμπεράσματα
Καθώς ο αριθμός των ατόμων με ανεπάρκεια βιταμίνης D συνεχίζει να αυξάνει, η σημασία αυτής της ορμόνης στην εν γένει υγεία και την πρόληψη χρονίων νοσημάτων βρίσκεται στο επίκεντρο της έρευνας. Οι ισχυρότερες ενδείξεις για τον πιθανό ρόλο της βιταμίνης D στην πρόληψη του καρκίνου προέρχονται από μελέτες που αφορούν στον καρκίνο του παχέος εντέρου. Υπάρχουν επίσης ισχυρές ενδείξεις για τον πιθανό ρόλο της βιταμίνης D στην πρόληψη καταγμάτων και πτώσεων. Επιπλέον μελέτες απαιτούνται για τη διερεύνηση του ρόλου της βιταμίνης D στην πρόληψη καρδιαγγειακών νοσημάτων, αυτοάνοσων νοσημάτων, εποχικής γρίπης διαβήτη και κατάθλιψης.
Εκτιμάται ότι ένα δισεκατομμύριο ατόμων παγκοσμίως παρουσιάζει ανεπάρκεια βιταμίνης D. Αυτό οφείλεται κυρίως στην περιορισμένη έκθεση στον ήλιο λόγω κλιματικών συνθηκών, στον τρόπο ζωής και στο φόβο για τον καρκίνο του δέρματος…